Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάνω ερωτήσεις

  • 1 расспрашивать

    расспрашивать, расспросить ρωτώ, κάνω ερωτήσεις
    * * *
    = расспросить
    ρωτώ, κάνω ερωτήσεις

    Русско-греческий словарь > расспрашивать

  • 2 вопрос

    вопрос
    м
    1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:
    задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·
    2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:
    спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·
    3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:
    аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вопрос

  • 3 чувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•

    чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•

    чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•

    г страх αισθάνομαι φόβο•

    чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.

    || συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•

    чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.

    2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    -свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).

    || προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.
    3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•

    чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.

    4. (για υγεία) αισθάνομαι•

    сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•

    дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.

    εκφρ.
    чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•
    как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•
    давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•
    давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•
    ног ή земли под собой не чувствоватьβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•

    в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > чувствовать

  • 4 осадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаждённый, βρ: -дён, -дена, -деш
    ρ.σ.μ.
    1. πολιορκώ•

    осадить город, крепость πολιορκώ την πόλη, το φρούριο.

    || συνωστίζομαι, συνωθούμαι γύρω περικυκλώνω.
    2. ενοχλώ, παραζαλίζω, παρασκοτίζω βομβαρδίζω (με ερωτήσεις, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, χώνω•

    осадить сваю μπήγω πάσσαλο.

    2. κατακαθίζω, κάνω τι να κατακαθίσει.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. осадить 2).
    1. αναχαιτίζω, συγκρατώ. || σταματώ απότομα με κίνηση προς τα πίσω. || υποχρεώνω σε πισωδρόμηση•

    -и назад κάνε πίσω.

    2. μτφ. διακόπτω• επαναφέρω στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > осадить

См. также в других словарях:

  • ερωτηματίζω — ἐρωτηματίζω (Α) [ερώτημα] ερωτώ, κάνω ερωτήσεις για να προκαλέσω συμπεράσματα από τον αντίπαλό μου …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • εκδυσωπώ — ἐκδυσωπῶ ( έω) (AM) ικετεύω, εκλιπαρώ, παρακαλώ θερμά αρχ. 1. κάνω κάποιον να ντραπεί 2. ενοχλώ με επίμονες ερωτήσεις 3. πείθω …   Dictionary of Greek

  • κατακερματίζω — (ΑΜ κατακερματίζω) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω, τεμαχίζω νεοελλ. θρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα αρχ. 1. μεταβάλλω σε μικρά νομίσματα 2. φθείρω, κατατρίβω 3. (για λόγο) διαιρούμαι σε ερωτήσεις και αποκρίσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) …   Dictionary of Greek

  • μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… …   Dictionary of Greek

  • μπερδεύω — και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω) 1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι») 2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ψιλορωτώ — και ψιλορωτάω ψιλορώτησα, κάνω λεπτομερείς ερωτήσεις, ρωτώ να μάθω όλες τις λεπτομέρειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»